Τρίτη 11 Νοεμβρίου 2014

Μνημείο για το κατεστραμμένο εβραϊκό νεκροταφείο



Μπουτάρης: Η πόλη ντρέπεται για την ένοχη σιωπή της απέναντι στην εβραϊκή κοινότητα


Ένα τμήμα της δημόσιας μνήμης αποκαταστάθηκε, με το μνημείο που ανεγέρθηκε στο χώρο της πανεπιστημιούπολης Θεσσαλονίκης, σε ανάμνηση του παλαιού εβραϊκού νεκροταφείου που καταστράφηκε το 1942.
Τα εγκαίνια του μνημείου πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή παρουσία εκπροσώπων της εβραϊκής κοινότητας και του δημάρχου Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, ο οποίος σε μια συγκινητική ομιλία τόνισε ότι η πόλη άργησε αδικαιολόγητα να σπάσει την άδικη και ένοχη σιωπή της, αλλά τώρα μπορεί να λέει ότι ντρέπεται για αυτήν την άδικη και ένοχη σιωπή.
Ο Γ.Μπουτάρης επισήμανε, ακόμη, ότι η μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν αφορά μόνο την εβραϊκή κοινότητα, αλλά όλους μας.
Συγκεκριμένα, κατά την ομιλία του στα εγκαίνια του μνημείου, ο Γιάννης Μπουτάρης ανέφερε: «Αν λοιπόν για εμάς, τους Θεσσαλονικείς μη Εβραίους, είναι τελικά αδύνατο να φανταστούμε τον πόνο των δικών μας Εβραίων, ίσως έχει έρθει επιτέλους η στιγμή να ψελίσουμε ότι και για τους Εβραίους συμπολίτες μας είναι πλέον αδύνατο να φανταστούν την ντροπή μας.
»Η πόλη της Θεσσαλονίκης άργησε αδικαιολόγητα πολύ να σπάσει τη σιωπή της και να αρχίσει να μνημονεύει την πιο ζοφερή στιγμή της ιστορίας της. Σήμερα όμως μπορεί να λέει ότι ντρέπεται για αυτή την άδικη και ένοχη σιωπή.
»Ντρέπεται για όσους δοσίλογους Θεσσαλονικείς συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, για όσους γείτονες καταχράστηκαν περιουσίες, για όσους πρόδωσαν εκείνους που προσπάθησαν να διαφύγουν. Κυρίως, ντρέπεται για τις αρχές της πόλης: για το δήμαρχο και το Γενικό Διοικητή που συμφώνησαν αδιαμαρτύρητα να καταστρέψουν οι εργάτες του δήμου εν μία νυκτί 500 χρόνια μνήμης, και να μετατρέψουν το μεγαλύτερο εβραϊκό νεκροταφείο της Ευρώπης σε έναν κρανίου τόπο. Ντρέπεται για τον έφορο της αρχαιολογικής υπηρεσίας που "εξεπλάγη" όταν το 1946 η εβραϊκή κοινότητα διαμαρτυρήθηκε για τη χρήση των επιτύμβιων πλακών ως οικοδομικού υλικού για την ανοικοδόμηση του ναού του Αγίου Δημητρίου. Και ντρέπεται για εκείνους τους πρυτάνεις που μετά τον πόλεμο έχτισαν την πανεπιστημιούπολη δίπλα και πάνω στα κατεστραμμένα μνήματα χωρίς να στήσουν μια αναθηματική πλάκα.
»Δεν έχει νόημα να απολογούμαστε εμείς σήμερα για τις πράξεις τους – η ευθύνη ούτε συλλογική είναι ούτε και μεταβιβάζεται. Αναγνωρίζουμε ωστόσο ότι οι θεσμοί που εκπροσωπούμε (αλλά και αποδεχόμαστε να μας εκπροσωπούν), δεν γεννήθηκαν χτες. Έχουν από πίσω τους μια ιστορία, είναι φορείς μνήμης με συνέχεια στο χρόνο.
»Αναγνωρίζουμε δηλαδή ότι η απώλεια των 56.000 Εβραίων Θεσσαλονικέων είναι απώλεια για όλους μας –Χριστιανούς, Εβραίους και Μουσουλμάνους, άθεους και αγνωστικιστές. Είναι απώλεια για εκείνους που έζησαν αλλά και για όλους εκείνους που θα ζήσουν εδώ μετά από εμάς. Το Ολοκαύτωμα δεν σφράγισε μόνο το παρελθόν της πόλης μας, αλλά έκανε κάτι χειρότερο: της έκλεψε το μέλλον. Ποιος αμφιβάλλει ότι μια Θεσσαλονίκη μητέρα-πατρίδα μιας ανθούσας και κοσμοπολίτικης εβραϊκής κοινότητας θα ήταν μια άλλη πόλη;
»Επειδή λοιπόν η απώλεια είναι τελικά δική μας, η μνήμη του Ολοκαυτώματος δεν αφορά μόνο την εβραϊκή κοινότητα αλλά όλους εμάς. Μας αφορά ως Θεσσαλονικείς, ως Έλληνες και Ευρωπαίους. Αποκαθιστά τους δεσμούς μας με την πόλη και συμβάλει στην ανθρωπιά μας».
Κατά την τελετή των εγκαινίων του μνημίου, ο πρόεδρος της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Δαυίδ Σαλτιέλ τόνισε ότι «ένα τμήμα της δημόσιας μνήμης αποκαταστάθηκε σήμερα».
«Το μνημείο αυτό -που αποτελεί μια ευθεία αναφορά στο παλαιό Εβραϊκό νεκροταφείο- δεν αποκαθιστά την ωμή καταστροφή, δε σβήνει το γεγονός, δε δίνει άφεση αμαρτιών. Μετά την ανέγερση του Μνημείου, η κοινωνία της πόλης αλλά και η ευρύτερη ακαδημαϊκή κοινότητα, οφείλει να κάνει ένα ακόμη βήμα. Να ερευνήσει, να τεκμηριώσει και να παρουσιάσει με σαφήνεια στην κοινή γνώμη, τους ηθικούς αυτουργούς και τους εκτελεστές της καταστροφής» τόνισε στον χαιρετισμό του ο κ. Σαλτιέλ ευχόμενος, η αποκάλυψη αυτών που επιδίωξαν και τελικά πέτυχαν τη διαγραφή της μεγαλύτερης και παλαιότερης νεκρόπολης της Μεσογείου, να αποτελέσει το αποτέλεσμα ενός ευρύτατου συνεδρίου που θα διεξαχθεί στη Θεσσαλονίκη.
«Κανένας λαός δε θα έπρεπε να στερείται τις αποδείξεις του παρελθόντος του. Ιδιαίτερα όταν αυτή η απώλεια συντελείται από τον εχθρό με τη μορφή λεηλασίας και καταστροφής, ανέρχεται σε επίπεδο εθνικής καταστροφής» ανέφερε ο πρύτανης του ΑΠΘ Περικλής Μήτκας.
Για τον εκπρόσωπο του προέδρου του Κεντρικού Ισραηλιτικού ΣυμβουλίουΒίκτωρ-Ισαάκ Ελιέζερ, «το μνημείο, έστω και με καθυστέρηση επτά δεκαετιών, δε θυμίζει μόνο ότι το πανεπιστήμιο είναι κτισμένο πάνω στο εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, θυμίζει και το βανδαλισμό που υπέστη ο ίδιος ο πολιτισμός της πόλης, η ανθρωπιά της και πρέπει να αποτελεί σύμβολο αναγνώρισης των ευθυνών όλων εκείνων που συμμετείχαν σε αυτή τη βαρβαρότητα».

Τα αποκαλυπτήρια του μνημείου που βρίσκεται  στο πάρκο του Αστεροσκοπείου του ΑΠΘ πραγματοποιήθηκαν από τον υπουργό Μακεδονίας Θράκης, Γεώργιο Ορφανό, την πρέσβη του Ισραήλ, Ιρίτ Μπεν Αμπα, το δήμαρχο Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, τον πρόεδρο της Ισραηλιτικής Κοινότητας Θεσσαλονίκης Δαυίδ Σαλτιέλ, τον πρύτανη του ΑΠΘ Περικλή Μήτκα και τον πρώην πρύτανη του ΑΠΘ Γιάννη Μυλόπουλο.

Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2014

ΟΙ ΤΣΙΓΓΑΝΟΙ ΤΟΥ ΑΟΥΣΒΙΤΣ

Από την προκατάληψη στο χυμένο αίμα

Συνολικά 20.000 Τσιγγάνοι έχασαν τη ζωή τους σε θαλάμους αερίων του Αουσβιτς.
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Κάθε λίγο και λιγάκι, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, θα έρθει στην επιφάνεια το ζήτημα των Ρομά, όπως η πολιτική ορθότητα επέβαλε να ονομάζουμε τους Τσιγγάνους. Πριν από ένα μήνα, με τα γεγονότα στον καταυλισμό τους στο Χαλάνδρι, ξαναήρθε στη δημόσια συζήτηση και στην Ελλάδα. Οσα διαβάζω και ακούω σχετικώς με κάνουν να θέλω να θυμίσω μια παλιά ιστορία: τον διωγμό και την εξόντωσή τους από τον ναζισμό.

Οι Τσιγγάνοι από τότε που πάτησαν το πόδι τους στην Ευρώπη –η παρουσία τους μαρτυρείται στην Ελλάδα από τον 14ο αιώνα– ζουν μετακινούμενοι διαρκώς, μέσα στη γενική καχυποψία και περιφρόνηση, φορτωμένοι όλα τα στερεότυπα της προκατάληψης. Θεωρούνται ευεπίφοροι για κάθε είδους ανήθικη και εγκληματική πράξη. Κυρίως όμως ήταν πάντοτε οι ξένοι. Τους ξεχώριζε το χρώμα τους, η γλώσσα τους, ο τρόπος της ζωής τους. Η κοινωνική καχυποψία και εχθρότητα οδηγούν πάντα σε νομοθετήματα και διώξεις. Μας ενδιαφέρει κυρίως, για το θέμα μας, η Kεντρική Ευρώπη και η Γερμανία, όπου οι Τσιγγάνοι θα φτάσουν στις αρχές του 15ου αιώνα. Στις γερμανικές λοιπόν χώρες, από το 1497 μέχρι το 1933, θα εκδοθούν εκατοντάδες διατάγματα κατά των Τσιγγάνων. Μοναρχίες και Δημοκρατίες νομοθετούν διαρκώς εναντίον τους.

Οταν ο Χίτλερ παίρνει την εξουσία, στη Γερμανία ζουν 26.000 Τσιγγάνοι (στην πλειονότητά τους Σίντι). Η μικρή αυτή μειονότητα δεν αποτελεί αντικείμενο ενδιαφέροντος για τους ναζί, οι οποίοι, τα τέσσερα πρώτα χρόνια, θα συνεχίσουν απλώς την πολιτική της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, μια πολιτική ταλαιπώρησης των Τσιγγάνων και διώξεων. Θα τη συνεχίσουν και θα την εντείνουν: ο τρίτος νόμος της Νυρεμβέργης (Σεπτέμβριος 1935) για την «Προστασία του γερμανικού αίματος και της τιμής» θα συμπληρωθεί, τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, με μια διάταξη που απαγορεύει τον γάμο ή τις σεξουαλικές σχέσεις ατόμων της γερμανικής φυλής με άτομα ξένου αίματος και πέραν των Εβραίων, εν προκειμένω και με Τσιγγάνους. Οι Τσιγγάνοι όμως ήταν όντως άτομα ξένου αίματος; Οι Τσιγγάνοι ήταν άριοι, κοιτίδα τους ήταν η Ινδία, από την οποία μετανάστευσαν κατά κύματα πριν από 1.000 χρόνια για να φτάσουν και στην Ευρώπη.

Επρεπε λοιπόν να επιστρατευτεί η επιστήμη για να αποδείξει ότι οι Τσιγγάνοι ήταν και αυτοί ξένου αίματος. Το έργο διεκπεραίωσε ο καθηγητής Ρόμπερτ Ρίττερ (Ritter), του Πανεπιστημίου της Τυβίγγης, που θα «αποδείξει» ότι οι Τσιγγάνοι της Γερμανίας δεν είναι άριοι αλλά προϊόν επιμειξίας (Mischlinge) – μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό κρίθηκε φυλετικά καθαρό. Βεβαιώθηκε λοιπόν «επιστημονικά» ότι οι Τσιγγάνοι ανήκουν σε μια κατώτερη φυλή και είναι βιολογικά προδιατεθειμένοι να παρασιτούν εκτός κοινωνίας, να μένουν άεργοι και να εγκληματούν. Το ναζιστικό καθεστώς έχει αρχίσει, από το 1937, να κλείνει τους Τσιγγάνους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης για να προφυλάξει την κοινωνία από το έγκλημα. Μετά όμως τις «έρευνες» του Ρίτερ, ο δρόμος είχε ανοίξει για την έκδοση από τον Χίμλερ του διατάγματος για την «καταπολέμηση της μάστιγας των Τσιγγάνων» (8.12.1938). Οι Τσιγγάνοι διώκονται πια με φυλετικά κριτήρια, άρα δεν υπάρχει διαφυγή.

Στις 26 Φεβρουαρίου 1943 το τρένο φέρνει στο Αουσβιτς τους πρώτους Τσιγγάνους. Θα μεταφερθούν συνολικά εκεί 23.000, από τη Γερμανία και την Αυστρία. Από αυτούς περίπου οι 5.600 οδηγήθηκαν στους θαλάμους αερίων. Εχασαν τη ζωή τους στο Αουσβιτς συνολικά 20.000 Τσιγγάνοι, ποσοστό δηλαδή 85%.
(Guenter Lewy, «The Nazi Persecution of the Gypsies», Oxford University Press 2000, σ. 166 ).

Δεν μπορούμε να προσδιορίσουμε ακόμη, με σχετική ακρίβεια, πόσοι Τσιγγάνοι από όλη την Ευρώπη έχασαν τη ζωή τους από τον ναζισμό. Οι αριθμοί που προτείνονται από διάφορους ερευνητές έχουν μεγάλη απόκλιση μεταξύ τους, το ίδιο και οι αριθμοί για τον συνολικό πληθυσμό τους πριν από την άνοδο του ναζισμού και τον πόλεμο. Δεν είναι πάντως πιθανό να ανέρχονται σε 500.000, όπως συχνά λέγεται από επίσημα και ανεπίσημα χείλη.

Γιατί τα θυμίζω όλα αυτά; Για να πω τούτο το απλούστατο: οι φασισμοί, ναζισμοί, ολοκληρωτισμοί και λοιποί καταποντισμοί δεν επινοούν εκ του μηδενός τους εχθρούς που θα εξοντώσουν, τους βρίσκουν έτοιμους από την κοινωνία, από τις προκαταλήψεις και τα στερεότυπά της.

Θα προσθέσω και κάτι τελευταίο: δικαιοσύνη δεν υπάρχει στη ζωή, δεν υπάρχει ούτε στον θάνατο. Για τους Τσιγγάνους που εξολόθρεψε το ναζιστικό καθεστώς, δεν υψώνονται μνημεία, δεν γίνονται συνέδρια και ημερίδες, δεν ιδρύονται μουσεία. Τα σχετικά βιβλία πιάνουν ένα-δυο ράφια. Οι Τσιγγάνοι δεν έχουν λογίους, δεν έχουν ερευνητές και πανεπιστήμια και περιοδικά και όλα τα σχετικά. Εξακολουθούν να περιφέρονται μέσα στη γενική περιφρόνηση και εχθρότητα. Δεν θέλω να κάνω ανοίκειες συγκρίσεις. Κανένα από τα ναζιστικά εγκλήματα δεν μπορεί να συγκριθεί με τη γενοκτονία των Εβραίων. Κανένα απολύτως. Αυτό όμως δεν είναι λόγος να μην αποδώσουμε σε αυτούς τους παρίες της Ιστορίας όση δικαιοσύνη και μνήμη τους αναλογεί. Τούτη η δικαιοσύνη προς τους νεκρούς Τσιγγάνους, θύματα του ναζισμού, ίσως συμβάλει, λέω ίσως, και στον σεβασμό προς τους ζωντανούς.